ανανάριστος
Смотреть что такое "ανανάριστος" в других словарях:
ανανάριστος — η, ο βλ. ανανούριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανανάριστος — η, ο βλ. ανανούριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)